- τρυχόμενος
- τρῡχόμενος , τρύχωwear outpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευνώμας — εὐνώμας, ὁ (Α) ευκίνητος, διαρκώς κινούμενος, αέναος («αἰὲν εὐνώμᾳ χρόνῳ τρυχόμενος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νωμώ «κινώ, διευθετώ» (μεταρρηματικός τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα νωμ τού θ. νεμ τού ρ. νέμω)] … Dictionary of Greek